''Να περνάς καλά ρε!’’

2018-06-24 22:02

Μέχρι πρότινος, δύο ήταν οι πηγές δικαίου στην ανθρωπότητα. Και οι δύο ήταν εκτός του ανθρώπινου υποκειμένου. Ο θεός και η φύση. Η φύση έδινε μια λύση στο πρόβλημα της πηγής δικαίου σε όσους δεν ασπάζονταν κάποια θρησκεία.

Βέβαια το ένα δεν αναιρούσε το άλλο, αφού για πολλούς η φύση είναι ο θεός (με μεταφυσική προέκταση) και για άλλους, εφόσον ο θεός δημιούργησε τη φύση, τότε και ο θεός και η φύση, αποτελούν πηγές δικαίου.

Το δίκαιο του θεού φυσικά σε όλες τις θρησκείες, δύναται να οριστεί ως η προβολή του ανθρώπινου δικαίου (ήτοι αυτού της φύσης και της κούτρας μας), σε ένα φαντασιακό υπερβατικό είναι.

Στην εποχή των μεγάλων φιλοσόφων στην κλασσική εποχή, ο Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης, χωρίς να βγάλουν στην άκρη το θεό και τη φύση, πήραν στα χέρια τους το δίκαιο και το συνέδεσαν με την προοπτική του ανθρώπου (τι κοινωνία θέλουμε να φτιάξουμε). Υπήρχε φυσικά πάντα η μεταφυσική αναφορά ως απόλυτη πηγή δικαίου, αλλά περισσότερο έπαιζε το ρόλο καταλύτη. Ήταν η ΝΕΜΕΣΙΣ των καθοριζομένων υπό των ανθρώπων προτύπων και όχι ο κατάλογος παραβάσεων - νομολογία.

Ομολογουμένως, τεράστια προσπάθεια αποφυγής της ειμαρμένης. Αποφυγής της τραγικότητας του αδιεξόδου και ουτοπικού της ανθρώπινης προσπάθειας και θέλησης. Γι αυτό και είναι τεράστιοι αυτοί οι φιλόσοφοι. Διότι επιχείρησαν το αδιανόητο. Την επικράτηση του ανθρώπου, ''παρά'' το θεό και τη φύση και όχι, ''ένεκεν'' του θεού και της φύσης. Έπιασαν τον ταύρο απ' τα κέρατα και αντικατέστησαν την μοιρολατρία με την υπευθυνότητα. Ο θεός υπήρχε κάπου, πανίσχυρος, αλλά δεν ανακατεύεται. Ο άνθρωπος ως αντίγραφο της ''ιδέας'' του (κόσμος ιδεών), είχε χαραγμένο στο είναι του το δίκαιο. Και όφειλε να το βρει και να το εκπληρώσει. Αλλιώς ... Νέμεσις ...

Αυτό, δεν κράτησε πολύ. Η ανθρωπότητα ξανακύλησε στις δεισιδαιμονίες. Μέχρι που ο άνθρωπος απεκατεστάθει ξανά (με το χριστιανισμό), παίρνοντας ξανά τη μοίρα του στα χέρια του. Αυτή τη φορά, απαλλαγμένος απ’ την τραγικότητα του ουτοπικού της προσπάθειας, αφού αυτή τη φορά, πηγή δικαίου δεν ήταν η ''ιδέα'', αλλά πολύ συγκεκριμένο και έμπιστο πρόσωπο.

Μετά το θάνατο του Θεού, στην πολιτισμένη Δύση (πολύ πρόσφατα δηλαδή), τη θέση του πήρε η φύση αποκλειστικώς. Ότι υπήρχε ή ότι συνέβαινε στη φύση, αποτελούσε κάποιου είδους κανονικότητα (Δαρβίνος).

‘’Κατά φύσιν’’.

Αυτό πλέον είναι παρεξηγήσιμη έκφραση (‘’κατά φύσιν’’). Είναι παρεξηγημένη, διότι έχει ως συνέπεια τη χρήση μιας άλλης έκφρασης, της ‘’παρά φύσιν’’, που έτσι και την ξεστομίσει κάποιος σήμερα για να περιγράψει μια κατάσταση, την έβαψε.

Αρχίζουν τότε τα γνωστά φαιδρά, ‘’και ποιος ορίζει τι είναι φυσικό και τι όχι’’, ‘’ότι επιθυμεί ο άνθρωπος είναι φυσικό’’, ‘’είσαι φασίστας’’ (αυτό το τελευταίο πάει με όλα).

Δηλαδή σήμερα ούτε η φύση αποτελεί σήμερα μια κάποια πηγή δικαίου. Το πως διατηρούμε ακόμα κοινωνίες, με τόσο ατομικισμό, είναι ένα ΘΑΥΜΑ.

Το θαύμα ερμηνεύεται ως εξής.

Η διατήρηση της κοινωνίας είναι αναγκαία, αφού κάπως πρέπει να διασφαλίζεται η ατομική μας ευδαιμονία και χωρίς κοινωνία, χωρίς κανόνες, η ευδαιμονία μας, πάει περίπατο.

Τι είναι όμως αυτό που περισσότερο προσπαθούμε να διαφυλάξουμε όλοι;
Ο μόνος ουσιαστικά ισχυρός κοινός κανόνας (πάντα αναφερόμαστε στο Δυτικό Ζώον) είναι η αξία της επιβίωσής μας. Όλοι σύσσωμοι τασσόμαστε υπέρ αυτού. Η μόνη απόλυτη πηγή δικαίου η βιολογική επιβίωση. Ενώ δηλαδή θα δούμε πολλές διαφορές και διχογνωμίες σε χίλια δυο άλλα θέματα, ενώ έχει ο καθένας μας την κοινωνική ιδεολογία του, ή τη θρησκεία του, ή τον μηδενισμό του, ή την καφρίλα του, εκεί που όλοι συμφωνούμε είναι το θέμα της διαφύλαξης της επιβίωσης, ως ύψιστο αγαθό.

Εξ ου και η πρεμούρα μας εναντίον της βίας. Της σωματικής φυσικά βίας και ιδιαίτερα αυτής που δύναται να είναι θανατηφόρα. Εκεί να δεις ομοφωνία!

Φυσικά, κάθε ζωή ΔΕΝ είναι ίδιας αξίας. Άλλη η αξία της επιβίωσης του δυτικού υποκειμένου και άλλη η αξία της επιβίωσης του ανατολίτη και του αφρικανού. Μην αρχίσουμε τώρα τα επιχειρήματα επί τετριμμένων θεμάτων!

Όλες οι κανονιστικές διατάξεις της κοινωνίας μας, αντλούν από αυτό το υπέρτατο αγαθό (διαφύλαξη επιβίωσης), νόημα και αξία.

Τι φοβάται με το θάνατο όμως;
Αφού όταν αυτός υπάρχει, δεν θα υπάρχει το υποκείμενο και όσο το υποκείμενο υπάρχει, δεν υπάρχει θάνατος (σύμφωνα με τον Επίκουρο).

Για να μην το ταλαιπωρούμε πολύ, φοβάται διότι “περνάει καλά”. Όσοι δεν περνούν καλά, σίγουρα δεν τους νοιάζει ο θάνατος, τον οποίο ενίοτε τον επιζητούν ως λύτρωση. Εξ ου και οι τόσες αυτοχειρίες. Φοβάται να μη χάσει το μόνο πράγμα που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Ο στόχος ‘’να περνάω καλά’’.

Βέβαια, σε αυτή τη συλλογιστική, η ερμηνεία του ‘’καλά’’ είναι υποκειμενική. Δηλαδή το ‘’καλά’’, αποτελεί απόλυτο κοινό στόχο, χωρίς να είναι κοινά ορισμένο.

Το ‘’καλά’’ το δικό μου, ίσως σχετίζεται άμεσα με το ‘’κακό’’ το δικό σου. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. Γι αυτό έχουμε τους θεσμούς για να προστατεύουμε τον εαυτό μας από τη διάθεση του άλλου να ‘’περνάει καλά’’ εις βάρος μας.

Οι θεσμοί όμως περιορίζουν κι εμάς. Βάζουν όρια στο πόσο καλά θα περνάω εγώ.
Εξ ου και ο μοναδικός τελικά νόμος, ‘’όλα επιτρέπονται, φτάνει να μην απειλούν την ατομικότητά μου’’.

Έτσι κι εγώ δεν απειλώ την ατομικότητα του άλλου, παρότι θα το ‘θελα πολύ. Το πόσο πολύ θα το ‘θελα φαίνεται από τα παιγνίδια στο play station και στις κινηματογραφικές ταινίες, όπου ο θάνατος, η εκδίκηση και επέμβαση στην ατομικότητα του άλλου, αφήνονται ελεύθερα να εκφραστούν.

Καμιά φορά, η βίαια παρέμβαση στην ατομικότητα του άλλου, γίνεται επίσημα, υπό την κάλυψη της απονομής δικαιοσύνης (βίαια συλλαλητήρια, αναρχικές ομάδες, αστυνομία, κυβέρνηση, πολιτικοί, κλπ). Κι αυτές οι εκδηλώσεις στον ίδιο στόχο και ιδανικό αποσκοπούν. Στο στόχο ‘’να περνάμε καλά’’ (αυτές οι ομάδες, προφανώς δεν περνάνε τόσο καλά όσο άλλες, ή περνάνε τόσο καλά που δε διακινδυνεύουν κάποια απώλεια των κεκτημένων).

Παλιότερα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Υπήρχε μια μερίδα του συλλογικού πάντοτε που ομαδοποιούνταν εναντίον της ατομικότητας, αλλά με αλτρουιστικό περιεχόμενο (για το Κυπριακό, για το πολιτειακό, για τον κατακτητή εχθρό κλπ).

Τώρα, η ομαδοποίηση γίνεται γύρω από το σύνθημα, ευχή και νόημα της ζωής ‘’να περνάς καλά ρε!’’
Τόσο χαμηλά ...

 

ΝΑΛ