‘’Τα όρια της σκέψης μου, τελειώνουν μαζί με τα όρια της γλώσσας μου’’

2018-10-13 12:47

Μου λένε πολλοί ειρωνευόμενοι, "Δεν είναι απαραίτητο να γράφεις ότι σκέφτεσαι ξέρεις!"
Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε το θέμα και νομίζω ότι έχω μια απάντηση στο ερώτημα ‘’γιατί γράφω’’. 


Αφενός μεν, ικανοποιείται η προφανέστατη ματαιοδοξία μου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού ο ναρκισσισμός σύμφωνα με τους ψυχίατρους και ψυχολόγους είναι ‘’εκ των ων ουκ άνευ’’ της ζωής μας. Στοιχείο τόσο ζωτικό, όσο και θανατηφόρο.

 

Αφετέρου δε, η καταγραφή των σκέψεων και η επεξεργασία τους, απαιτεί ξανά-σκέψη και ξανά-προβληματισμό. Η κοινοποίησή τους, προκαλεί σχόλια, άρα επανατοποθέτηση κλπ. Αυτή η διαδικασία αυξάνει εύρος του λόγου.

 

Επίσης ενώ όλοι έχουμε “εκλάμψεις σκέψης”, δηλαδή σπουδαίες επιγνώσεις σε στιγμιαια βάση λόγω ερεθισμάτων του περιβάλλοντός μας, σχεδόν ποτέ δεν τις εκμεταλλευόμαστε διότι ποτέ δεν τις καταγράφουμε, κατά συνέπεια δεν επεξεργαζόμαστε, αλλά τις ξεχνάμε ευθύς αμέσως.

Συνεχώς δηλαδή το περιβάλλον μας, γίνεται πηγή επίγνωσης, αλλά εμείς απλά προσπερνάμε αδιάφορα.

Εάν όμως σημειώσουμε, επεξεργαστούμε, καταγράψουμε, κοινοποιήσουμε, τότε αυτό έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση του εύρους σκέψης. Κι αυτό διότι ‘’Τα όρια της σκέψης μου, τελειώνουν μαζί με τα όρια της γλώσσας μου’’. Τα όρια δηλαδή της αντιληπτικής μου ικανότητας, είναι τα όρια του λόγου μου. Ότι δεν μπορώ να πω ή να γράψω, δεν μπορώ ούτε να το σκεφτώ.

 

Δυστυχώς δε γίνεται αλλιώς νομίζω. Η αντιληπτική ικανότητα ΔΕΝ αυξάνει, αν δεν γίνει λόγος (προφορικός ή γραπτός). Έτσι αναπτύσσεται και το βρέφος σε ώριμο άνθρωπο. Διά της αύξησης του λόγου.

Βέβαια, ως λόγος νοείται και ο ενδιάθετος λόγος, που είναι οι σκέψεις και οι λογισμοί. Όμως η σκέψεις δεν δοκιμάζονται ως προς την ορθότητα και την ακρίβειά τους στο καμίνι της κοινότητας, της κρίσης, του αντι-λόγου.

 

Ακόμα και η απλή ιδέα της έκθεσής μας και κατά συνέπεια απογύμνωσής μας στον αδηφάγο ή αδιάφορο λόγο των άλλων, είναι πολλές φορές τρομακτική. 


Τις περισσότερες φορές, μόνο η πρόθεση της γραπτής κοινοποίησης μιας σκέψης, μας κάνει να επανατοποθετηθούμε πάνω σε αυτή.

 

Και επειδή δεν είμαστε όλοι επαγγελματίες του λόγου (εκπαιδευτικοί, συγγραφείς, ερευνητές κλπ), τι μας μένει; Η προσωπική επαφή και διάλογος όπως και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φυσικά και η προσωπική σχέση είναι απείρως καλύτερη, όμως στις μέρες μας σπανίζουν αυτοί που είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν κάτι διαφορετικό από τι φάγαμε, που πήγαμε, τι φορέσαμε, τι θα ξαναφάμε, τι τρώμε τώρα, τι μας αρεσει να τρώμε, πόσο τρώμε, κλπ.

 

Δύσκολο πράγμα η έκθεση στην κρίση του άλλου. Κατά κάποιον τρόπο μας απογυμνώνει. Θα δει ο άλλος τι πραγματικά είμαστε και αν έχει το θάρρος θα μας το επιστρέψει ως "αντίδραση" ή "αδιαφορία". 

 

Όμως!
Διπλό το καλό. Μαθαίνει ο άλλος τι κουμάσι είμαι (καλό δικό του), αλλά μαθαίνω κι εγώ τι κουμάσι είμαι (καλό δικό μου).
Δεν είναι αυτό κέρδος;

 

Όσο υπερφίαλος κι αν είναι ο άνθρωπος, αν εκτεθεί, ισιώνει κάποτε. Θα πει μέσα του, ‘’δεν είναι δυνατό εγώ να νομίζω ότι είμαι ο Μέγας Ναπολέοντας και να μη με ακολουθεί κανείς! λες να μην είμαι;’’. ‘’Δεν είναι δυνατό να έχω δίκιο εγώ και άδικο όλοι οι άλλοι! λες να ‘χω άδικο;’’

 

ΝΑΛ