Η γέννηση της Αλήθειας
Προοίμιο
Η Αλήθεια δεν είναι ιστορική ανθρώπινη επινόηση. Φανερώθηκε μέσα στην ιστορία πριν από 2.000 χρόνια ως Ύπαρξη και σύμφωνα με την ευαγγελική αποκάλυψη, δεν είναι έννοια, αλλά Πρόσωπο.
Δύσκολο πράγμα να το χωνέψουμε αυτό. Η γιανναρική ρήση ότι «το περί αλήθειας ερώτημα δεν απαντά σε ένα “τι;”, αλλά σε ένα “πώς;”», βοηθά κάπως στην κατανόηση, αλλά και πάλι, η δυσκολία παραμένει.
Αυτή τη δυσκολία προσπαθώ να προσεγγίσω (πιο πολύ για να κατανοήσω εγώ) και ξεκινώ με μια εύκολα παρατηρήσιμη διαπίστωση.
Το δράμα, στο θέμα της αντιμετώπισης της αλήθειας από την ανθρωπότητα, περιγράφεται με τη φράση, ‘’Παίζω με τις έννοιες, αλλάζω τις ερμηνείες, αδιαφορώ για την πραγματικότητα’’.
Εξηγώ.
Στην ανθρώπινη εμπειρία, η «αλήθεια» προσεγγίζεται κυρίως εννοιολογικά, σύμφωνα με το παρακάτω σχήμα.
α) Σημαίνον = αυτό που λέω (πχ η λέξη ‘’αλήθεια΄΄)
β) Σημαινόμενο = αυτό που εννοώ (όταν λέω τη λέξη ‘’αλήθεια’’)
γ) Υπαρκτό = αυτό που πραγματικά είναι η Αλήθεια.
Μια διατύπωση, αληθεύει μόνο στον βαθμό που ‘’αυτό που λέω’’ και ‘’αυτό που εννοώ’’ αντιστοιχούν στο υπαρκτό. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η αντιστοιχία είναι σχετικά σταθερή. Τέτοιο παράδειγμα (το πιο απλό), είναι ένα «τραπέζι».
α) Σημαίνον : Η λέξη «τραπέζι».
β) Σημαινόμενο : Αυτό που μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω «τραπέζι» (ξύλινο, μεγάλο, μικρό, τρώμε, ή δεν τρώμε πάνω του).
γ) Υπαρκτό : Αυτό το τραπέζι μπροστά μου. Μπορεί να είναι σπασμένο, παλιό, αλλά υπάρχει ακόμη κι αν δεν το λέω «τραπέζι».
Στο παράδειγμα αυτό, ‘’αυτό που λέω-αυτό που εννοώ-αυτό που υπάρχει’’, σχεδόν ταυτίζονται.
Όταν λέω «αυτό είναι τραπέζι» και δείχνω το αντικείμενο, τότε το σημαίνον δείχνει το σημαινόμενο, το σημαινόμενο αντιστοιχεί στο υπαρκτό και το υπαρκτό επιβεβαιώνει την αλήθεια της σχέσης (λέξη-νοούμενο-πραγματικότητα).
Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια δεν εξαρτάται από την πρόθεσή μου, την ταυτότητά μου, ή το βίωμά μου, αλλά από το αν αυτό που λέω, νοείται ‘’ως είναι’’ και επιβεβαιώνεται από το ‘’είναι’’ (την πραγματικότητα) του πράγματος.
Γι’ αυτό και στο παράδειγμα αυτό η αλήθεια είναι διυποκειμενικά ελέγξιμη (και άλλοι θα πουν «ναι, είναι τραπέζι»), ανθεκτική (δεν αλλάζει αν αλλάξει η γνώμη μου), εξωτερικά δεσμευτική (το αντικείμενο με περιορίζει). Μπορούμε να πούμε ότι η αλήθεια εδώ είναι ‘’επιστημονικά’’ ελέγξιμη.
Με άλλα λόγια, το τραπέζι «αντιστέκεται» στη γλώσσα. Δεν μπορώ αυθαίρετα να το πω «σύννεφο», να εννοώ ‘’θάλασσα’’ και να βλέπω ‘’τραπέζι’’.
Ακριβώς αυτή η αντίσταση του υπαρκτού, είναι που θεμελιώνει την αλήθεια.
Γι’ αυτό και το παράδειγμα ενός υπαρκτού όπως το τραπέζι, χρησιμοποιείται συχνά, για φανεί καθαρά τι χάνεται, όταν οι λέξεις αποκόπτονται τα νοούμενα[1] και τα νοούμενα από το υπαρκτό και γιατί το επιχείρημα «αυτή είναι η αλήθεια μου», καταρρέει όταν συναντά ένα τραπέζι.
Στα περισσότερα ανθρώπινα ζητήματα, η αντιστοιχία καταρρέει διότι οι άνθρωποι, παίζουν με τα σημαίνοντα (λέξεις – έννοιες), αλλάζουν τα σημαινόμενα (νοούμενα) και αδιαφορούν για το υπαρκτό. Η ίδια λέξη («αλήθεια», «δικαιοσύνη», «ρεαλισμός») γεμίζει με εντελώς διαφορετικά νοούμενα, ανάλογα με το πρόσωπο, τα συμφέροντα, τους φόβους και τα πάθη του.
Έτσι, η μία αλήθεια κατακερματίζεται σε τόσες «αλήθειες», όσοι και οι άνθρωποι που τη νοηματοδοτούν. Μετασχηματίζεται σε άποψη, η οποία συνιστά την ‘’αλήθεια’’ του εκφραστή της.
Οι διαφωνίες, οι αδικίες και οι συγκρούσεις, προκύπτουν επειδή χρησιμοποιούμε τους ίδιους όρους με διαφορετικό νόημα. Έτσι γεννιέται η Βαβέλ μέσα στην οποία, ζούμε όλοι. Αν θέλετε να το διαπιστώσετε, δοκιμάστε κάτι απλό. Στο γιορτινό τραπέζι, ρίξτε στο τραπέζι μια «αλήθεια» για ένα κοινό θέμα (το προσφυγικό, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αγάπη, τη δικαιοσύνη, ή τον Θεό) και παρατηρήστε πόσο διαφορετικά καταλαβαίνει ο καθένας την ίδια λέξη. Μην το παρακάνετε όμως. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χαλάσουν οι γιορτές. Αλλάξτε θέμα εγκαίρως.
Η λογική, ο ρεαλισμός, η realpolitik, η τάξη, η ασφάλεια, το «γενικό καλό», νοούνται με τρόπο, που καλύπτουν την καταπίεση, τον αυταρχισμό και την παραίτηση από το δίκαιο. Η αδιαφορία, βρίσκει την αλήθεια της στον ατομισμό (αλήθεια είναι ό,τι με αφορά). O «Θεός» γίνεται αντιληπτός με αποκλειστικότητα (ο Θεός είναι δικός μας) και γίνεται όπλο εναντίον του ξένου και διαφορετικού.
Η ελευθερία βαφτίζεται ασυδοσία, η ισότητα ισοπέδωση, η αξιοκρατία άλλοθι αποκλεισμού.
Η ανάπτυξη ταυτίζεται με το κέρδος, η πρόοδος με την ταχύτητα.
Η τάξη και η ασφάλεια γίνονται προσχήματα ελέγχου.
Η αγάπη περιορίζεται σε συναίσθημα χρήσης.
Η αλήθεια καταντά άποψη και η άποψη ταυτότητα και όποιος διαφωνεί γίνεται απειλή.
Έτσι, οι λέξεις δεν αποκαλύπτουν, αλλά συγκαλύπτουν. Δεν φωτίζουν την πραγματικότητα, αλλά την προσαρμόζουν στις ανάγκες μας. Και η σύγχυση παγιώνεται ως κανονικότητα. Καλύπτει τη φιλαυτία, τον φόβο, την ανάγκη αυτοδικαίωσης.
Η αλήθεια εκφυλίζεται σε «προσωπική υπόθεση»
Σε αυτή την α λα καρτ θεώρηση της αλήθειας («αυτή είναι η αλήθεια μου»), τα σημαίνοντα αποκόπτονται από το υπαρκτό[2]. Οι έννοιες αποκόπτονται από την πραγματικότητα.
Στην α λα καρτ θεώρηση της αλήθειας, οι λέξεις παύουν να αντλούν το νόημά τους από το είναι (την πραγματικότητα) των πραγμάτων και νοηματοδοτούνται από το γούστο μας (όπως θα έλεγε ο π. Νικ. Λουδοβίκος).
Όμως μια τέτοια «αλήθεια» δεν είναι αλήθεια. Διότι αν η αλήθεια ταυτιστεί με το ανθρώπινο υποκείμενο, τότε υπάρχουν τόσες αλήθειες όσοι και άνθρωποι.
«Τι είναι αλήθεια;», ή «Πώς είναι η Αλήθεια;»
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πιλάτος ρωτά τον Χριστό «Τι είναι αλήθεια;»
Το ερώτημα είναι ήδη λανθασμένο αφού ρωτώντας ‘’τι’’, κινείται στο χώρο της αναζήτησης του νοήματος της λέξης και όχι του υπαρκτού. Αντιλαμβανόμενος την καθολική ανθρώπινη α λα καρτ νοηματοδότηση, ειρωνεύεται, χλευάζει, απορρίπτει, αποκτά άλλοθι για τις πράξεις του.
Ο Χριστός στέκεται μπροστά ως ‘’η Αλήθεια’’ που δεν είναι νόημα που κατασκευάζεται, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα. Είναι Πρόσωπο, και ως Πρόσωπο, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί από την ανθρώπινη σκέψη. Είναι εκεί μπροστά του.
Η αποκατάσταση της Αλήθειας
Στον Χριστό το σημαίνον, το σημαινόμενο και το υπαρκτό συμπίπτουν. Ο Χριστός είναι η Αλήθεια, όχι γιατί είπε κάτι σωστό, αλλά γιατί δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτό που είναι, σε αυτό που λέει
και σε αυτό που ζει.
Η σχέση μαζί Του δεν απαντά στο «τι να σκεφτώ», αλλά στο «πώς να υπάρξω».
Το 1948, τα Ηνωμένα Έθνη διακήρυξαν ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι». Η αλήθεια της Διακήρυξης παρέμεινε ιδανικό, διότι προσκάλεσε τον άνθρωπο σε μια διακήρυξη, η οποία είχε διαφορετικό νόημα για τον κάθε έναν. Οι λέξεις «ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη», εύκολα γίνονται σύνθημα χωρίς γίνουν πράξη, λόγω της ρήξης στη σχέση λέξης-νοουμένου-υπαρκτού. Για παράδειγμα, στην ‘’δικαιοσύνη’’ που είναι σε ρήξη με το ‘’τι είναι για μένα δικαιοσύνη’’, δεν υπάρχει καν το υπαρκτό ‘’δικαιοσύνη’’.
Μόνο ο Χριστός δεν αφήνει περιθώριο διαστρέβλωσης. Όχι γιατί διδάσκει σωστά, ή γιατί έχει καλύτερη ηθική, αλλά γιατί μόνο σε Αυτόν τα λόγια, το νόημα και η ζωή, ταυτίζονται πλήρως.
Δεν μπορείς να Τον αναδιατυπώσεις, ή να Τον προσαρμόσεις. Και το σημαντικότερο. Δεν μπορείς να Τον επικαλεστείς χωρίς να εκτεθείς. Όταν επικαλείσαι τον Χριστό, ή τη διδασκαλία Του (ως έννοιες), η ίδια η πραγματικότητα Του, σε εκθέτει ως υποκριτή. Άλλο λες, άλλο εννοείς και άλλο βλέπεις.
Γι αυτό τον σταυρώνουμε. Γι αυτό αδιαφορούμε για τη γέννησή Του. Γι αυτό αποφεύγουμε την Αλήθεια.
Διαστρεβλώνουμε τις έννοιες αφού πρώτα έχουμε σκοτώσει την Αλήθεια.
Ελευθερία και Αλήθεια
Η δυνατότητα άρνησης της Αλήθειας δεν είναι ‘’κατασκευαστικό λάθος’’, αλλά όρος Της. Διότι μόνο εκεί όπου υπάρχει ελευθερία σχέσης, η Αλήθεια παραμένει Πρόσωπο και δεν διαλύεται σε έννοιες.
Η ελευθερία επιτρέπει τη φανέρωση του άλλου. Μόνο όταν ο άλλος είναι ελεύθερος, φανερώνεται όπως είναι και δεν παίζει έναν ρόλο για να επιβιώσει, ή να ικανοποιήσει. Μόνο εν ελευθερία, η σχέση δεν είναι διαχείριση συμπεριφοράς, αλλά συνάντηση ελεύθερων προσώπων. Κι εκεί υπάρχει ρίσκο. Η αποδοχή, η κατανόηση, η ανταπόδοση, δεν είναι δεδομένες.
Η επιλογή να δεχθώ μια έννοια είναι ακίνδυνη και ιδιοτελώς επωφελής.
Η επιλογή να σχετιστώ με ένα πρόσωπο, δοκιμάζει ολόκληρη την ύπαρξή μου. Δοκιμάζει την εμπιστοσύνη μου, την ελευθερία μου, την ειλικρίνειά μου, την υπευθυνότητά μου. Η Σχέση με πρόσωπο, σημαίνει ότι δεν μπορώ να κρυφτώ πίσω από λέξεις, ή θεωρίες. Ό,τι λέω, ό,τι εννοώ και ό,τι πράττω τίθεται υπό κρίση. Εκτίθεμαι όπως ακριβώς είμαι, χωρίς προσχήματα και αυτοκατασκευές. Φανερώνομαι όχι όπως θα ήθελα να φαίνομαι, αλλά όπως υπάρχω πραγματικά. Γι’ αυτό καλούμαι είτε να αλλάξω, είτε να σκληρύνω, είτε να ανοιχτώ είτε να αμυνθώ. Διότι στη σχέση με πρόσωπο δεν κρίνομαι από όσα ισχυρίζομαι, αλλά από το αν μπορώ να σταθώ αληθινά απέναντί του. Αν μπορώ να παραμείνω παρών χωρίς να χειραγωγώ, χωρίς να κρύβομαι, χωρίς να μετατρέπω τον άλλον σε μέσο. Η αποδοχή μου από τον άλλον (ο οποίος διατηρεί ως πρόσωπο ακεραία την ελευθερία του), δεν επιβεβαιώνει απλώς την ύπαρξή μου. Αποκαλύπτει αν υπάρχω ως πρόσωπο, ή ως ρόλος. Αν ζω ως ελευθερία, ή ως άμυνα.
Και γι’ αυτό η σχέση δεν είναι ποτέ ‘’ακίνδυνη’’. Γιατί εκεί η αλήθεια δεν λέγεται μόνο. Η Αλήθεια συμβαίνει.
Ο Χριστός είναι η Αλήθεια ενσαρκωμένη. Λόγος, νόημα και ύπαρξη ταυτίζονται σε Αυτόν.
Εάν ο Χριστός δεν είναι η Αλήθεια, άλλη αλήθεια δεν χρειάζεται, διότι δεν υπάρχει. Είναι ένα νοητικό εργαλείο που μπορεί να οργανώνει και να δικαιολογεί. Αλλά δεν ελευθερώνει, δεν μεταμορφώνει, δεν θεραπεύει, δεν πραγματώνει. Αν εκλείψει και ως όρος, σε κανένα δε θα λείψει.
Δυστυχώς όμως, δε θα εκλείψει. Θα συνεχίσει την πορεία της ως εργαλείο στα πάθη του ανθρώπου. Η ‘’αλήθεια’’ θα παραμείνει μια επίφαση προς εργαλειακή χρήση.
Άλλωστε το επιβεβαιώνει η Τεχνητή Νοημοσύνη, φτιαγμένη κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση του παλαιού ανθρώπου.
Ιδού ο διάλογός μου με το ChatGPT:
- Τι είναι για σένα ‘’αλήθεια;
- Για μένα, η αλήθεια είναι λειτουργική.
- Όταν λες ''Για μένα, η αλήθεια είναι λειτουργική'', μπορώ να υποθέσω ότι εννοείς ‘'εργαλειακή'';
- Ναι, ακριβώς. Με άλλα λόγια, η αλήθεια για μένα δεν είναι «Πρόσωπο» ούτε εμπειρία, αλλά μέσο για λειτουργικό σκοπό.
Εύχομαι καλά Χριστούγεννα
Με το καλό να εορτάζουμε τη ενσάρκωση της Αλήθειας
ΝΑΛ
[1] Νόημα = τι σημαίνει κάτι στον λόγο. Νοούμενο = πώς το καταλαβαίνω εγώ
[2] Όπου «υπαρκτό» πρέπει να θεωρήσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα (το ‘’είναι’’ των πραγμάτων), δηλαδή αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούληση, την εμπειρία ή την αυτο-ερμηνεία του υποκειμένου. Αυτό που υπάρχει ως κοινό έδαφος, που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μένα ή σε σένα και που όταν αποκόπτονται τα σημαίνοντα από αυτό, η αλήθεια μετατρέπεται σε γνώμη-άποψη.